- ὀμβροβλυτῶ
- ὀμβροβλυτέωswell from rainpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀμβροβλυτέωswell from rainpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομβροβλυτώ — ὀμβροβλυτῶ, έω (ΑΜ) (κατά το λεξ. Σούδα) «πλημμυρῶ, ἐξογκοῡμαι ἐκ βροχῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + βλυτώ, μέσω αμάρτυρου *ομβροβλύτης (< ὄμβρος + βλύτης < βλύζω «αναβλύζω»), πρβλ. μυρο βλυτώ] … Dictionary of Greek
ομβροβλυσία — ὀμβροβλυσία, ἡ (Μ) [ομβροβλυτώ] πλημμύρα από βροχή … Dictionary of Greek
ομβροβλύτησις — ὀμβροβλύτησις, ἡ (Μ) [ομβροβλυτώ] ομβροβλυσία* … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek